ευδιαφθορος

ευδιαφθορος
    εὐδιάφθορος
    εὐ-διάφθορος
    2
    легко подвергающийся порче или разрушению
    

(ἔντομα, ὀλιγαρχία Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευδιαφθορος" в других словарях:

  • ευδιάφθορος — εὐδιάφθορος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρεται εύκολα 2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα 3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

  • εὐδιάφθορος — easily destroyed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάφθορον — εὐδιάφθορος easily destroyed masc/fem acc sg εὐδιάφθορος easily destroyed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαφθορώτεροι — εὐδιάφθορος easily destroyed masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάφθορα — εὐδιάφθορος easily destroyed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»